θηραγρετης

θηραγρετης
    θηραγρέτης
    θηρ-αγρέτης
    -ου ὅ зверолов, охотник Eur., Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "θηραγρετης" в других словарях:

  • θηραγρέτης — θηραγρέτης, ὁ (Α) κυνηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + αγρέτης (< αγρώ), πρβλ. ιππ αγρέτης, πυρ αγρέτης] …   Dictionary of Greek

  • θηραγρέται — θηραγρέτης hunter masc nom/voc pl θηραγρέτᾱͅ , θηραγρέτης hunter masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρ(ο)- — (ΑΜ θηρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή έχει σχέση με τους θήρες, τα θηρία. ΣΥΝΘ. θηρόθυμος αρχ. θηραγρέτης, θηραγρία, θήραγρος, θηραρχία, θήραρχος, θηρεπωδός, θηρίβορος, θηροβολώ, θηροβόρος, θηρόβοτος,… …   Dictionary of Greek

  • θηραγρευτής — θηραγρευτής, ὁ (Μ) θηραγρέτης, κυνηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + αγρευτής (< αγρεύω)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»